- δερμόνι
- τομεγάλο δερμάτινο κόσκινο που χρησιμοποιείται στο κοσκίνισμα των σιτηρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δερμόνι — το μεγάλο κόσκινο για σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρμα + (κατάλ.) ονι. Η ετυμολ. σύνδεση τής λ. με το αρχ. δρόμων «γρήγορο καράβι» δεν φαίνεται πολύ πιθανή] … Dictionary of Greek
αδερμόνιστος — η, ο [δερμονίζω] αυτός που δεν δερμονίστηκε, που δεν κοσκινίστηκε με δερμόνι (αραιό κόσκινο) … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
dârmon — DÂRMÓN, dârmoane, s.n. Ciur cu găuri mari pentru cernut seminţele (de cereale). ♦ Conţinutul unui astfel de ciur. – Din ngr. dromóni, bg. dărmon. Trimis de hai, 12.05.2004. Sursa: DEX 98 dârmón s. n., pl. dârmoáne Trimis de siveco, 10.08.2004.… … Dicționar Român
δερμονίζω — δερμόνισα, κοσκινίζω με δερμόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)